- ρεμπέτας
- ο, Νβλ. ρεμπέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεμπέτης — και ρεμπέτας, ο, θηλ. ρεμπέτισσα και ρεμπέτα, Ν 1. άσωτος, αλήτης, μόρτης 2. ο συνθέτης, καθώς και ο ερμηνευτής, ρεμπέτικων τραγουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μια άποψη, έχει σχηματιστεί από το ίδιο θ. με το σλαβ. rebenok / πληθ. rebiata «παιδί,… … Dictionary of Greek